- σατανισμός
- ο, Ν1. η λατρεία τού σατανά, τού διαβόλου, ο οποίος στην ιουδαιοχριστιανική παράδοση θεωρείται ως ενσάρκωση τού απόλυτου κακού2. η συνειδητή και ηθελημένη λατρεία τού σατανά ως προσωποποίησης τού Κακού, με ωφελιμιστικούς σκοπούς, με στόχο να κερδηθεί η εύνοιά του.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. satanism < Satan (βλ. σατανάς) + κατάλ. -ism].
Dictionary of Greek. 2013.